βιτσιά

βιτσιά
η удар прутом, хворостиной

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βιτσιά" в других словарях:

  • βιτσιά — η (Μ βιτσέα) το χτύπημα με βίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βιτσιά < μσν. βιτσέα < βίτσα] …   Dictionary of Greek

  • βιτσιά — η χτύπημα με βίτσα: Το άλογο άρχισε να τρέχει ύστερα από μια δυνατή βιτσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βίτσισμα — το [βιτσίζω] 1. η βιτσιά 2. το άλμα («στο βίτσισμά πιανε πουλιά») …   Dictionary of Greek

  • μεταδευτερώνω — και ματαδευτερώνω κάνω κάτι για δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω κάτι («δίνει βιτσιά τού μαύρου του και πάει σαράντα μίλια και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε», Πολίτ.) …   Dictionary of Greek

  • υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …   Dictionary of Greek

  • βίτσιο — το (λ. ιταλ.), συνήθεια που χαρακτηρίζεται από το πάθος, την παραξενιά και την υπερβολή: Από μικρός ήταν άτομο με πολλά βίτσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιτσιόζος — α, ο αυτός που έχει βίτσια: Δεν τον θέλω για φίλο, γιατί είναι βιτσιόζος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»